- ῥέμφος
- ῥέμφοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρέμφος — τὸ, Α (αιολ. τ.) βλ. ράμφος … Dictionary of Greek
ῥέμφει — ῥέμφος neut nom/voc/acc dual (attic epic) ῥέμφεϊ , ῥέμφος neut dat sg (epic ionic) ῥέμφος neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράμφος — Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα·… … Dictionary of Greek
u̯er-3: B. u̯er-b- and u̯er-bh- (*su̯erkʷ-) — u̯er 3: B. u̯er b and u̯er bh (*su̯erkʷ ) English meaning: to turn, bend Deutsche Übersetzung: “drehen, biegen” Material: Gk. ῥάμνος “a kind of briar, Rhamnus paliurus L.” (*ῥαβ νος, *u̯r̥b nos), ῥάβδος “rod, Gerte, staff”, Eol.… … Proto-Indo-European etymological dictionary